Οι ακτές της πεδινής Μακεδονίας βρέχονται από το Αιγαίο, που από πανάρχαιους χρόνους έδενε την περιοχή αυτή με τη Νότια Ελλάδα, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (ΙΙ,99), από την Πιερία, την περιοχή δηλαδή ανάμεσα στον Όλυμπο και τη θάλασσα, τον Πηνειό και τον Αλιάκμονα ξεκίνησε η επέκταση του κράτους των Μακεδόνων που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Την ίδια εποχή ο Ησίοδος έγραφε οτι ο Μακεδών, ο γενάρχης των Μακεδόνων, και ο Μάγνης, ο γενάρχης των Θεσσαλών Μαγνήτων, ήταν αδέλφια και κατοικούσαν στην περιοχή περι την Πιερία και τον Όλυμπο. Ο Ηρόδοτος θυμίζει την σχέση Μακεδόνων και Θεσσαλών μιλώντας για τους Δωριείς της Θεσσαλίας (Ι, 56). Οι βασιλείς της Μακεδονίας ήταν Δωριείς, "Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους" (Θουκ. ΙΙ,99), απόγονοι του Ηρακλή. Οι λίγες αλλά πολύτιμες μαρτυρίες του 7ου και 5ου αι. π.Χ. αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα τώρα που η αρχαιολογική έρευνα στην Πιερία και στον Όλυμπο αποκαλύπτει μυκηναϊκά νεκροταφεία με ευρήματα τα οποία επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις σχέσεις της περιοχής αυτής με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο κατά την τελευταία φάση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Εκτεταμένες νεκροπόλεις τύμβων εξάλλου με αναπάντεχο πλήθος ευρημάτων δίνουν τη δυνατότητα μελέτης των λεγομένων "σκοτεινών χρόνων" (1000-700 π.Χ.) στην περιοχή αυτή.Τον 5ο αι. π.Χ. οι παρά θάλασσαν Μακεδόνες οργανωμένοι σε ισχυρό και δυναμικό κράτος είχαν φτάσει ως τον Στρυμόνα ποταμό διαβαίνοντας ήδη πολύ νωρίτερα τον Αλιάκμονα, προσαρτώντας την Αλμωπία και Εορδαία, περνώντας τον Αξιό και φτάνοντας στη περιοχή της Θέρμης (της μετέπειτα Θεσσαλονίκης) ήδη τον 6ο αι. π.Χ.
Το ορεινό μέρος της χώρας, η άνω Μακεδονία που αποτελούνταν από μικρές τοπικές ηγεμονίες Μακεδόνων (όπως η Ελίμεια, η Ορεστίς, η Λυγκηστίς) συνδέθηκε με το κράτος των Τημενιδών της κάτω Μακεδονίας με σχέσεις συμμαχίας ή και υποτέλειας.Πρωτεύουσα του κράτους έγιναν οι Αιγές (σημ. Βεργίνα), στις δυτικές υπώρειες των Πιερίων και ιερό κέντρο το Δίον στους πρόποδες του Ολύμπου. Οι αρχαϊκοί τάφοι της Βεργίνας κοντά στους βασιλικούς του 4οι αι. π.Χ. περιέχουν ευρήματα που η σημασία τους είναι καίρια για την ανάπλαση του πρώιμου πολιτισμού της Μακεδονίας. Παρόμοια ευρήματα αποκαλύφθηκαν στα νεκροταφεία της Σίνδου, της Αγίας Παρασκευής και της Θέρμης γύρω από τη Θεσσαλονίκη αλλά και της Αιανής στην άνω Μακεδονία. Οι πρόσφατες ανασκαφές στην πόλη αυτή που ήταν η πρωτεύουσα της Ελιμείας έφεραν στο φώς θαυμαστές μαρτυρίες της ελληνικής τέχνης των αρχαϊκών χρόνων.
Την ίδια εποχή στο Δίον της Πιερίας κατασκευάστηκαν στο τέμενος της θεάς των καρπών της γης, της Δήμητρας, δύο ιερά κτίσματα με την μορφή μεγάρου (μακρόστενα κτίρια με θάλαμο και προθάλαμο), ενός αρχιτεκτονικού τύπου εξαιρετικά διαδεδομένου και σημαντικού στον ελλαδικό χώρο και κατά την μυκηναϊκή και τη γεωμετρική εποχή. Μαζί με άλλες προσφορές στη θεά ήταν και ένας μυκηναϊκός δακτυλιόλιθος με παράσταση λιονταριού (15ος αι. π.Χ), ανάμνηση από την παλαιότερη ιστορία της περιοχής. Στη θέση που αργότερα χτίστικε η Θεσσαλονίκη υψωνόταν τα αρχαϊκά χρόνια (γύρο στο 500 π.Χ) ένας λαμπρός ιωνικός ναός, αλάθευτο σημάδι για αυτούς που πλησίαζαν τον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.Οι Περσικοί πόλεμοι στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Ο Ξέρξης με το στρατό του πέρασε από τη Μακεδονία κατεβαίνοντας προς τη νότια Ελλάδα. Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α' σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΧ,45) βοήθησε τους νότιους Έλληνες πολλαπλώς, ιδιαίτερα όμως αποκαλύπτοντας τα σχέδια των Περσών την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης στις Πλαταιές. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων ο Αλέξανδρος αφιέρωσε χρυσούς ανδριάντες του στην Ολυμπία και στους Δελφούς και πήρε μέρος περισσότερες φορές στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι Αθηναίοι, με τους οποίους οι Μακεδόνες ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. είχαν φιλικές σχέσεις, ονόμασαν τον Αλέξανδρο πρόξενο και ευεργέτη της πόλης τους.Μια ηγετική φυσιογνωμία στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. δημιούργησε τις προϋποθέσεις που οδήγησαν αργότερα στη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Πρόκειται για τον Αρχέλαο, το νεωτεριστή βασιλιά της Μακεδονίας, για τον οποίο ο σύγχρονός του ιστορικός Θουκυδίδης λέγει οτι έκανε περισσότερα από όσα όλα μαζί οι οκτώ προκάτοχοί του (ΙΙ,100). Το μακεδονικό κράτος που ως τότε είχε μια χαλαρή άρθρωση οργανώνεται συστηματικά, η βασιλική έδρα μεταφέρεται σε πιο καίρια θέση από τις Αιγές στην Πέλλα (πιο κοντά στις ανατολικές επαρχίες και στη Θάλασσα), η άνω Μακεδονία συνδέεται με δίκτυο στρατιωτικών δρόμων με την προτεύουσα, που ελέγχει με το τρόπο αυτό ευκολότερα τους τοπικούς ηγεμόνες στις απομακρυσμένες περιοχές. Τέλος κατασκευάζονται οχυρώσεις και ο στρατός εφοδιάζεται με πλήρη εξοπλισμό σε άλογα και όπλα. Ο βασιλιάς της Πέλλας, όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο ηγεμόνα, φιλοξενεί τώρα στην αυλή του ακόμα περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Κορυφαίοι της εποχής καλούνται να μείνουν για μεγάλο διάστημα στα ανάκτορα. Ανάμεσά τους ο ζωγράφος Ζεύξις από την Ηράκλεια και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης από την Αθήνα.
Οι καλές σχέσεις του Αρχέλαου με την πόλη αυτή είναι γνωστές από επιγραφικά κείμενα, όπου οι Αθηναίοι εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για την παροχή εκ μέρους του Αρχέλαου, της περίφημης για τη ναυπήγηση μακεδονικής ξυλείας. Ο Φίλιππος ο Β' ανεβαίνει στο θρόνο το 359 π.Χ. Είναι ένας πολλαπλώς προικισμένος ηγεμόνας, ο οποίος επιτυγχάνει να αυξήσει απεριόριστα το κύρος του προσφέροντας στους ορεινούς Μακεδόνες ασφάλεια από τις επιδρομές των βαρβαρικών φύλων του Βορά, ιδιαίτερα από τους Παίονες και τους Ιλλυριούς. Το κράτος του Φιλίππου αποκτά ισχυρή συνοχή και ακλόνητη κεντρική εξουσία. Οι ηγεμόνες της άνω Μακεδονίας στέλνουν τους νεαρούς πρίγκηπες να ανατραφούν στο ανάκτορο της Πέλλας. Οι Μακεδόνες συσφίγγουν τις σχέσεις τους με τους Ηπειρώες οι οποίοι μιλούν συγγενική διάλεκτο και έχουν παρόμοια πολιτική οργάνωση. Το 357 π.Χ. ο Φιλιππος παντρεύεται την Ολυμπιάδα από το βασιλικό οίκο των Μολοσσών, οι οποίοι όπως οι πεδινοί Μακεδόνες, είχαν επικρατήσει ανάμεσα στα άλλα ηπειρωτικά φύλα. Ο αδελφός της Ολυμπιάδας Αλέξανδρος οργανώνει λίγα χρόνια αργότερα μια εκστρατεία ανάλογη με εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με κατεύθυνση όμως προς τη Δύση. Στα ανατολικά ο Φίλιππος σημειώνει εξαιρετικές επιτυχίες. Με πρόσχημα την προστασία των Κρηνίδων από τους Θράκες επεμβαίνει στρατιωτικά στο χώρο πέρα από το Στρυμόνα, μετονομάζει τις Κρηνίδες σε Φιλίππους και παίρνει στα χέρια του τον έλεγχο των χρυσοφόρων μεταλλείων του Παγγαίου. Παράλληλα εποικίζει την περιοχή και προσθέτει στο κράτος της Μακεδονίας το τμήμα από το Στρυμόνα ως τον ποταμό Νέστο, εδραιώνοντας την μακεδονική παρουσία στην καρδιά της θράκης. Εξασφαλίζοντας τέλος ο Φίλιππος την εκλογή του ως ισοβίου άρχοντος της Θεσσαλίας αισθάνεται αρκετά δυνατός για να πάρει μέρος στον ανταγωνισμό των Ελλήνων του νότου για την ηγεμονία της Ελλάδας, που είχε περάσει ως τότε από τα χέρια των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων και των Θηβαίων.Στην Αθήνα οι γνώμες είναι διχασμένες. Στους πύρινους αντιφιλιππικούς του Δημοσθένη και της ομάδας του απαντούν οι μετριοπαθείς του κύκλου του Αισχίνη. Από την σύγκρουση στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. νικητής βγαίνει ο Φίλιππος. Η πρώτη πολιτική του πράξη ήταν να υιοθετήσει ως ηγεμόνας των Ελλήνων το σχέδιο που για πολλές δεκαετίες προπαγάνδιζαν οι Αθηναίοι ρήτορες: την οργάνωση μιας εκστρατείας όλων των Ελλήνων κατά των Περσών για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μ.Ασίας και την εδραίωση της ασφάλειας. Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος δολοφονήθηκε. Όμως ο θάνατός του δεν ενέκοψε την ροή των πραγμάτων. Ο γιός του Αλέξανδρος, αφού στερέωσε την διαδοχή του στο θρόνο και την ηγεμονία στους νότιους Έλληνες, ξεκίνησε το 334 π.Χ. την εκστρατεία εναντίον των Περσών.Επιβεβαίωση των αρχικών του προθέσεων ήταν η αποστολή 300 περσικών πανοπλιών από τη μάχη του Γρανικού, δώρο στην Αθηνά Παρθένο και η υπόσχεση να στείλει πίσω, από την Περσία στην Ελλάδα το σύμβολο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων που είχε αρπάξει και μεταφέρει στα Σούσα ο Ξέρξης. Με την υποταγή της Περσίας και το θάνατο του Δαρείου το 330 π.Χ. ολοκληρώθηκε ο στόχος του μεγάλου πανελληνίου προγράμματος. Ο Αλέξανδρος όμως προχώρησε πιο πέρα: πέτυχε να κάνει τη Μακεδονία παγκόσμια δύναμη και τον ελληνικό πολιτισμό οικουμενικό.Η εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου σημάδεψε έντονα την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Στήθηκαν βασιλικά αναθήματα, έργα φημισμένων καλλιτεχνών σε μεγάλα ιερά όπως τα χρυσελεφάντινα αγάλματα, έργο του Λεωχάρη, στο Φιλίππειο της Ολυμπίας, και οι 25 χάλκινοι ανδριάντες των πεσόντων εταίρων στη μάχη του Γρανικού, έργο του Λυσίππου, στο ιερό του Διός στο Δίον της Μακεδονίας. Χτίστηκαν ακόμα οι μεγάλοι υπόγειοι βασιλικοί τάφοι στις Αιγές με τις ζωγραφισμένες προσόψεις και τα μαρμάρινα θυρόφυλλα. Κατασκευάστηκαν έξοχα έργα μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας, ζωγραφίστηκαν περίφημοι πίνακες και φιλοτεχνήθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα με θαυμάσιες παραστάσεις.Στην Πέλλα και τη Βεργίνα χτίστηκαν ανάκτορα, λαμπρά δείγματα της βασιλικής αρχιτεκτονικής. Τα χαρακτηρίζουν οι μεγάλες περίστυλες αυλές, οι πλούσια διακοσμημένοι ευρύχωροι ανδρώνες, οι μεγάλες αίθουσες συμποσίων και οι εξώστες με θέα προς το τοπίο. Οι καλές τέχνες καλούνταν να εκφράσουν την ιδεολογία των νέων ηγεμόνων που αναδεικνύονταν νικητές στον πολιτικό στίβο του Πανελληνίου. Έτσι γεννήθηκε μία νέα φάση της ελληνικής τέχνης, η ελληνιστική.
Ο Αλέξανδρος πεθαίνει ξαφνικά στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. Στην Μακεδονία μετά από τη σύντομη διακυβέρνηση του βασιλείου από τον Αντίπατρο και τον Κάσσανδρο εδραιώνεται μια νέα δυναστεία, οι Αντιγονίδες, που συνεχίζει την παράδοση των Αργεαδών. Κεντρική μορφή είναι ο Αντίγονος ο Γονατάς που καταφέρνει να ενισχύσει τη δύναμη και να βελτιώσει το γόητρο της Μακεδονίας τόσο ώστε να μπορεί να σταθεί ισότιμη δίπλα στα άλλα μεγάλα βασίλεια που προέκυψαν από την κληρονομιά του Αλεξάνδρου: των Πτολεμαίων (Αίγυπτος), των Σελευκιδών (Ασία) και των Ατταλιδών (Μ.Ασία). Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. η Μακεδονία απειλείται από ένα σοβαρό κίνδυνο που έρχεται από τη Δύση. Οι Ρωμαίοι το 197 π.Χ. συγκρούονται με το Φίλιππο τον Ε' (Κυνός Κεφαλές) και νικούν. Ο Φίλιππος υποχρεώνεται να περιοριστεί στα παραδοσιακά όρια του κράτους του από τον Πηνειό ως το Νέστο. Το 167 π.Χ. μετά την οριστική επικράτηση των Ρωμαίων η Μακεδονία χωρίζεται σε τέσσερα αυτόνομα τμήματα (μερίδες), ενώ το 148 π.Χ. γίνεται μία από τις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους.Η περίοδος των Αντιγονιδών έχει να επιδείξει πληθώρα μνημείων τέχνης και αρχιτεκτονικής. Σ'αυτήν ανήκει η τελευταία φάση των ανακτόρων της Πέλλας και οι περισσότεροι από τους τάφους βασιλικού τύπου, τους Μακεδονικούς. Το Δίον στα χρόνια του Περσέα (179-168 π.Χ.) είναι μια πόλη γεμάτη αγάλματα θεών, ανδριάντες Μακεδόνων βασιλέων και δημόσια κτήρια. Ένας χαρακτηριστικός οικισμός της εποχής αυτής στην άνω Μακεδονία αποκαλύπτεται στις ανασκαφές στις Πέτρες ανάμεσα στην Έδεσσα και στη Φλώρινα. Μετά την αναστατωμένη περίοδο του 1ου αι. π.Χ. κατα την οποία η Μακεδονία δεν μένει αμέτοχη στον εμφύλιο ανταγωνισμό των Ρωμαίων (μάχη Φιλίππων 44 π.Χ.), επικρατούν συναπτές δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που είχε χτίσει ο Κάσσανδρος, γίνεται στο μεταξύ το νέο κέντρο, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Διαθέτει το μεγαλύτερο λιμάνι στη μείζονα περιοχή και βρίσκεται στο σημείο οπου ο δρόμος που έρχεται από το βορρά συναντά την κεντρική οδική αρτηρία του άξονα ανατολής-δύσης. Πολλοί ξένοι έμποροι παρεπιδημούν προσωρινά ή μονιμότερα στο πλούσιο αυτό εμπορικό κέντρο. Η Θεσσαλονίκη με τα δημόσια κτίριά της, τα αντίγραφα των κλασικών έργων, τις εικόνες των φιλοσόφων, τις σαρκοφάγους με τις μυθολογικές παραστάσεις έδινε την εικόνα ενός μεγάλου αστικού κέντρου των ρωμαικών χρόνων με έντονο τον χαρακτήρα της ελληνικής παράδοσης.Ο Γαλέριος ο αυτοκράτορας του ενός από τα δύο τμήματα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους επέλεξε το 300 μ.Χ. την πόλη αυτή για να την κάνει αυτοκρατορική έδρα. Το μεγάλο αυτοκρατορικό συγκρότημα στον ανατολικό τομέα της πόλης, τα πορτραίτα των ευγενών, η βασιλική μεταλλοτεχνία μαρτυρούν τη νέα ακμή της Θεσσαλονίκης, της μακεδονικής μητρόπολης όπου ήδη από τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. αναβιώνει ο θαυμασμός για το λαμπρό παρελθόν και η λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το κείμενο αυτό είναι του Δ. Παντερμαλή (Καθηγητής Αρχαιολογίας) και πάρθηκε από το βιβλίο: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ελληνικού Βορρά". Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.