ЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄЭIЄ

₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ЭЄ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪







Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Απ τες Eννιά...


Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή τι τολμηρή ηδονή!
Κ'; επίσης μ'; έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ'; έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Η ευθύνη του να είσαι Έλλην το θρήσκευμα


Όσοι ομολογούμε πίστη και αποδοχή στην παραδοσιακή Ελληνική Θρησκεία, ομολογούμε πίστη και αποδοχή προς το σύνολο των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων των προγόνων μας. Αυτός ο τρόπος στάσεως και δράσεως προς τη Φύση, την Κοινωνία και τον εαυτό, από ασύντακτους ιστορικά χρόνους έως και τους πρώτους αιώνες μετά το έτος 0, φώτισε και εμψύχωσε ανθρώπους ωραίους και σοφούς. Τους διεπότισε με την αχθοφόρο ορμή του δημιουργού, με την ανεξάντλητη χάρη του δρώντος όντος, του προσώπου που ευλαβικά κινείται στα εδάφη της πατρίδος του και προσφέρεται γενναιόψυχα, παρουσιάζοντας το άριστον των δυνάμεών του, στην αδελφότητα της πόλεώς του. Εχαλύβδωσε την ψυχή τους με την ιερή φωτιά του μέτρου, της γνώσεως, του έρωτος, του παντοειδούς καλού αγώνος.Πρέπει λοιπόν να κατανοήσωμε, ότι με την ομολογία μας συνάπτομε και επικαλούμεθα δεσμούς βαθείς και βαρείς προς εκείνους ακριβώς τους προγόνους μας, τους εμψύχους νεκρούς των ιερών εδαφών της πατρίδος μας. Συνάπτομε δεσμούς πέραν του χρόνου, δεσμούς κοινού τόπου, αίματος, τρόπου, θέσεως, ουσίας, είδους και ψυχής. Όσοι ομολογούμε πίστη και αποδοχή στην εθνική, προγονική μας θρησκεία, πρέπει να γνωρίζουμε ότι την ίδια στιγμή επικαλούμεθα και αναλαμβάνομε το ίδιο ψυχικό, πνευματικό και αισθαντικό φορτίο που ανέδειξε τους προγόνους μας ως ήσαν, όπως υπήρξαν.Διότι, βεβαίως, δεν είναι η θάλασσα, ο ουρανός, ο ήλιος, που διαπλάθουν την ψυχή και την ροπή και την μοίρα ενός έθνους, αλλά ο τρόπος που το έθνος αυτό θεάται και θεωρεί και ερμηνεύει τα φαινόμενα, τα «δεικνύμενα» του μεγίστου των Μυστηρίων, του Μυστηρίου της Γενέσεως, του Είναι και του Γίγνεσθαι, που εκτυλίσσεται, θαυμάσιο, πολύσημο, παλλόμενο από θησαυρούς νοημάτων και αναγωγών ενώπιόν μας. Εάν, βεβαίως, «οι οφθαλμοί της ψυχής μας» δεν έχουν τυφλωθεί, αλλ’ αγρυπνούν. Όποιος διακηρύσσει την πίστη του στη θρησκεία του Ηρακλέους, του Αχιλλέως, του Πινδάρου, της Σαπφούς, του Λεωνίδου, της Αντιγόνης, της Ιφιγενείας, του Αισχύλου, την ίδια στιγμή προσκαλεί την προσωπική ψυχική ισχύ αυτών των οσίων, θεϊκών πλέον προσώπων, να στραφεί προς εμάς, με την προσδοκία ότι το ψυχικό μας πεδίο είναι αρκετά ευρύ και αγνό, ώστε να δυνηθεί να προσλάβει κάτι από τη χάρη τους, κάτι από την ποιότητά τους. Προσδοκούν ότι μιγνύοντας την δική τους ψυχική δύναμη προς τη δική μας, θα καθαρθούμε και θα μεγαλυνθεί η φύση μας, εναντίον των μιασμάτων της έρημης και σαθρής εποχής όπου πλανώμεθα. Ότι θα γίνωμε νέοι Άτλαντες, που θα σηκώσουμε στους ώμους μας τον ουρανό, που θα ανορθώσουμε τους ανατραπέντες θεμελιώδεις άξονες της Ζωής, δηλαδή την ιερότητα της Φύσεως και τον ηρωισμό της κοινωνίας. Ότι θα αναδειχθούμε σε κήρυκες και ενεργούς αγωγούς της Αναγεννήσεως του γνησίου και λαμπρού και γενναίου αρχαίου Κόσμου, όπου η ευδαιμονία είχε νόημα και μορφή, όπου ο άνθρωπος υπήρχε με όλη την αίγλη του καλού δημιουργήματος, με άτρωτα τα πεδία εκδηλώσεως του είδους του. Ότι θα αντιτάξωμε γενναίο και έντιμο λόγο ενάντια στο ζόφο της λήθης με τα βαθειά τα ρεύματα που παρασύρουν στο θάνατο χωρίς όνειρα, χωρίς επιστροφή.Όποιος λοιπόν ομολογεί την αρχαία των προγόνων μας πίστη, έλκει, και, κατ’ αρχάς, χαροποιεί τις ψυχές των προγόνων μας, τις κινητοποιεί, τις ανησυχεί, εάν θέλετε, προσκαλώντας τες να επιστρέψουν, όπως ετάχθησαν άλλωστε ως ήρωες πολιούχοι, τότε που η πατρίς των ήτο τίμιος τόπος του έθνους αμίαντος και οι πόλεις καρδιές αυτού του τόπου παλλόμενες κάτω από τα στοργικά βλέμματα των Θεών.Μαζί με αυτούς, ανακινούνται προς εμάς και σκιρτούν οι Θεοί, πλησιέστατοι των ανθρώπων ή και απώτεροι, μειλίχιοι και ισχυροί, χθόνιοι, ουράνιοι, ενάλιοι, Ολύμπιοι, καθώς ακούουν κάποιους να καλούν τα ονόματά Τους. Το μέγα, το άσπιλο, το αεικίνητο πρόσωπό Τους, στρέφεται πάλι προς την πλευρά των ανθρώπων.Προσέχουν πάλι οι Θεοί των ταλαιπώρων θνητών τα πάθη, τις πράξεις και τις τύχες, έτοιμοι να βοηθήσουν στη ρύθμιση του διαταραγμένου τους βίου, στην ίασι των τρωθεισών από κάθε φαυλότητα και ύβρη ψυχών τους, να τους περιθάλψουν, να τους υποστηρίξουν στο τιτάνιο έργο της διασώσεώς τους.Διότι, όποιος επικαλείται και ομολογεί την οσιότητα και την δύναμή τους, Εκείνους προσκαλεί να επιληφθούν και την σωτηρία των πλανημένων σε αδιέξοδα μονοπάτια θνητών.Επειδή η Φύσις όλη, όσο και αν έχει διαταραχθή έως τα θεμέλιά της, εδώ, στον πλανήτη μας, από την ανθρώπινη κακία και μωρία, είναι πάντοτε το φορτίο, το σύστημα του γνησίου και προαιωνίου Νόμου, το οποίο μας υπερβαίνει και εμείς δεν είναι δυνατό να το βλάψωμε πραγματικά. Η Φύσις δεν είναι τίποτε ολιγώτερο από Συμπαντική Μητέρα και Άπειρος Ναός των Θεών. Εκεί εργάζονται και χαίρονται οι Μάκαρες, απρόσβλητοι από τις ιδικές μας ανοησίες και ατυχίες, πάντοτε ωραίοι, εύθυμοι, ακριβείς ρυθμιστές και έφοροι των αφθάρτων νόμων της εξελίξεως, της κάθε πλοκής του όλου. Η Φύσις είναι σύνοψις όλων των δυνάμεων, των αρρήτων και ασυλήπτων έργων.Όσοι, λοιπόν, τολμούν να αποσπάσουν την προσοχή των Θεών από το Μέγιστο διασυμπαντικό έργο τους στο ελάχιστο της επισφαλούς ανθρωπίνης υπάρξεως, έχουν την τεραστία ευθύνη να δικαιώσουν με όλη την καρδία και την διάνοια και την συμπεριφορά τους, την τόλμη αυτή.Ας γνωρίζωμε όλοι, όσοι ομολογούμε τα ονόματα των Θεών, ότι προκαλούμε μία κινητοποίηση στα υπερβατικά του αισθητού πεδία, σε όλο το φάσμα των επέκεινα νοητών προσώπων, των αγαθουργών και ζωοποιών και χαριφόρων, προς τους αληθώς ευσεβείς.Διότι οι Θεοί δεν είναι ονόματα ψιλά, κενά, ούτε στοιχεία τυπικά των φαινομένων, αλλ’ άπειρη αλήθεια και δύναμις και σοφία.Προσδοκούν, λοιπόν, οι πρόγονοι-ήρωες του έθνους μας ψυχές-πύλες φωτεινές, διόδους επιστροφής και, μάλιστα, αναπτύξεως και των ιδικών τους ψυχών, πρόθυμοι, ανυπόμονοι ίσως, να αφήσουν τα Ηλύσια Πεδία ή τα Ολύμπια δώματα και να σπεύσουν πλησίον μας. Και οι Θεοί, οι γλυκείς και περίκαλλοι πατρώοι και μητρώοι Θεοί, εκπέμπουν μίαν ακτίνα ανεσπέρου φωτός προς εμάς και παρατηρούν και προσμένουν.Τι θα συμβή λοιπόν όταν οι ψυχές των προγόνων, ενώ σπεύδουν περιχαρείς προς όσους επικαλούνται την βαθυτάτη, ουσιαστική συγγένειά τους προς Εκείνους, συναντήσουν, αντί πυλών και διόδων πεφωτισμένων από φως ευλαβείας και αρετής και ανιδιοτελείας και επιγνώσεως της αληθείας, τοίχον ψυχρόν και θύρες εσφραγισμένες από κακία, πλάνη, μισαλλοδοξία, απάτη, αλαζονεία, διαφθορά; Τι θα συμβή, όταν οι Θεοί διαγνώσουν Ύβριν κατά της δυνάμεως και του προσώπου Τους, όταν διαπιστώσουν ότι λόγος βάναυσος, ήχος κενός, σκέψις πονηρή, ανόητη διάνοια και ψυχή διάτρητη, εστερημένη αγαθότητος και πίστεως αμέριστης προς Εκείνους, λαλούν και προσποιούνται, στο όνομά Τους; Διότι, όσοι ομολογούν πίστη και αποδοχή της Εθνικής μας Θρησκείας, εύλογον να είναι ατελείς ως θνητοί πρώτον, αλλά και, πολύ περισσότερο, ως θνητοί που εγεννήθησαν και ανετράφησαν σε χρόνους εσχάτης καταπτώσεως, ανηθικότητος και ηλιθιότητος.Είναι όμως ασύγγνωστο και ανήκεστο να ψεύδωνται εκ προθέσεως αλλά και εξ αμελείας, εν ονόματι Θεών και προγόνων.


Της Μαρίας Σιδέρη